βοιˬβόδας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬβόδας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βοιˬβόδας ὁ, πολλαχ. βουιˬβόδας πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Πελοπν. (Λακων.) βόιˬβοδας πολλαχ. βόιˬβουδας πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βοιˬβοδᾶς Πελοπν. (Καλάμ.) Σκίαθ. βοεβόδας Σκίαθ. βογεβόδας Λεξ. Μ’Εγκυκλ. βοέβοδος Πελοπν. (Μεσσ.) βοιˬβόdας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βόιˬβοdας Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.) βόιˬβοτας Πόντ.(Τραπ.) βόιˬβοντας Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. Οἰν. Σουδεν. κ.ἀ.)-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. βόιˬβουντας Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) βοιˬδὴς Πελοπν. (Μάν.) Θηλ. βοιˬβοδῖνα πολλαχ. βουιˬβουδῖνα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βοιˬβοντῖνα Ἀθῆν. Αἴγιν. Θήρ. Πελοπν. Σίφν. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βουιˬβουντῖνα Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Παρνασσ.) βοεβῖνα Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Σλαβ. vοi-vοdα. Ὁ τύπ. βοέβοδος καὶ μεσν. Πβ. ΚΠορφυρογ. 3, 168 (ἔκδ. Βόννης) «ἄρχοντα δὲ εἰς αὑτοὺς εἴτε ἴδιον εἴτε ἀλλότριόν ποτε οὐκ ἐκτήσαντο, ἀλλ’ ὑπῆρχον ἐν αὐτοῖς βοέβοδοί τινες, ὧν πρῶτος βοέβοδος ἦν ὁ προρρηθεὶς Λεβεδίας» Ὁ τύπ. βοιˬδὴς κατ’ ἀνομ. ἐκ τοῦ ἀμαρτ. βοιˬβοδής.

Σημασιολογία

1)Διοικητὴς ἐπαρχίας ἢ πόλεως πολλαχ.: ᾌσμ. Θέλω νὰ γίνω βόιˬβοντας ’ς τὴν Ἄρτα καὶ ’ς τὸ Λοῦρο Ἤπ. Πέντι πασιˬᾶδις τοὺν κρατοῦν κὶ δέκα βουιˬβουντᾶδις Μακεδ. Ἀνάθεμά την τὴν ἀρχή, | τὸν ἔπαρχο καὶ τὸ βοιˬδὴ Μάν. β) Διοικητικὸς ἢ ἐφοριακὸς ὑπάλληλος (ἐπὶ τουρκοκρατίας) πολλαχ. 2) Πρόκριτος, ἄρχων πολλαχ.: Παροιμ. Ἂς μὲ λένε βοιˬβοντῖνα κιˬ ἂς ψοφῶ ἀπὸ τὴν πεῖνα (ἐπὶ τοῦ χάριν ἐπιδείξεως κοινωνικῆς ἀδιαφοροῦντος διὰ οὐσιώδεις ὑλικάς ἀνάγκας) Ἀθῆν. κ.ἀ. β) Ὁ ἔχων ἦθος ἀρχοντικόν, εὐγενὴς Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τί βόιˬβουντα πού ’χασι ἡ δεῖνα! (σύζυγον εὐγενῆ). 3) Ἀρχηγὸς κακοποιῶν Θρᾴκ. (Μέτρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/