ἀρα͜ιοφυτεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρα͜ιοφυτεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρα͜ιοφυτεμένος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀραιὰ καὶ τοῦ φυτεμένος μετοχ. τοῦ ρ. φυτεύω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀραιὰ φυτευμένος: Ἀρα͜ιοφυτεμένες ντοματεὲς - ἀγκινάρες κττ. Ἀρα͜ιοφυτεμένα σκόρδα κττ. Συνων. ἀρα͜ιοφύτευτος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/