ἀναγκατὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκατὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναγκατὸς ὁ, ᾿ναγκατο᾿ς Ρόδ. ᾿νεγκατὸς Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγκάζω.
Σημασιολογία
1) Κοιλοπόνημα κατὰ τὸν τοκετόν, ὠδῖνες : Ὁ ᾽νεγκατός της ἦταν πολὺ ἄσκημος. Συνών. ἀνάγκασι 3 β, πόνοι (ἰδ. πόνος). 2) Στεναγμός : Οἱ ’ναγκατοί του ἐβγαίναν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA