ἀρα͜ιωμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρα͜ιωμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρα͜ιωμάδα ἡ, Ἀθῆν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Στέρν.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ. Γλανιτζ. Γορτυν. Λάκων.) ἀρα͜ιουμάδα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀραίωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

Κενὸν διάστημα μεταξὺ δύο πραγμάτων ἢ ρωγμή, σχισμὴ ἔνθ’ ἀν.: Μιὰ ἀρα͜ιωμάδα τοῦ πυκνοῦ δάσου Γλανιτζ. Ἀραιουμάδις δουντιῶν Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Τὰ σανίδια ἔχ’ν ἀρα͜ιουμάδις (πβ. Στράβ. 4,4,1 «διόπερ οὐ συνάγουσι τὰς ἁρμονίας τῶν σανίδων, ἀλλ’ ἀραιώματα καταλείπουσιι) Ἤπ. Κοιτάζω ἀπὸ τὴν ἀρα͜ιωμάδα τῆς πόρτας Λακων. || ᾎσμ. Κ᾽ εἶχε ἀρα͜ιωμάδα ἡ πόρτα της κ’ εἶδα τὴν ὀμορφιά της Ἀθῆν. Συνών. ἀναρα͜ιωματάδα 2, ἀνασφαγή, ἀνοχάδα, ἀραμάδα, χαραμάδα. β) Τὸ μεταξὺ φυτευμένων μερῶν κενὸν μέρος Θρᾴκ. (Στέρν.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ.: Τ᾽ ἀμπέλι μου ἔχει πολλὲς ἀρα͜ιωμάδες καὶ θὰ ρίξω καταβολάδες νὰ τοὶς γιομίσω Αιγ. 2) Ἀραιὰ σύστασις ὑφάσματος προερχομένη ἐκ τῆς μὴ συμπυκνώσεως τῶν ἐπαλλήλων νημάτων τῆς κρόκης ἕνεκα ἀσθενοῦς κτυπήματος τῆς ὑφαντικῆς σπάθης κατὰ τὴν διασταύρωσιν τῶν στημόνων Ἀθῆν. Συνών. ἀγανίλα (Ι). β) Τοπικὴ ἀραιὰ σύστασις ὑφάσματος ἐξ ἐλαττώματος τοῦ ὑφαντικοῦ κτενίου ἢ τοῦ στήμονος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 3) Κόσκινον μὲ τὸ ὁποῖον κοσκινίζουν τὸ χονδρὸν ἄλευρον Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/