ἄφραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφραστος ἐπίθ. Ζάκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ.-ΑΠροβελ. Ποιήμ. 10.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄφραστος.

Σημασιολογία

1) Ἀνέκφραστος Ζάκ. κ.ἀ. - ΑΠροβελ ἔνθ' ἀν.:Ποίημ. Μέσ’ ’ς τὴν καρδιˬά μου ἡ ἄφραστη κυλάει ματιά του ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀποτελεσματικός, δραστήριος, ἐπὶ φαρμάκου Πελοπν. (Δημητσάν.): Εἶναι ἄφραστο γιˬὰ τὸ βῆχα αὐτὸ τὸ γιˬατρικό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/