ἀναγκιˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγκιˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Γένος
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγκιˬασμένος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) ἀναντιασμένος Κύπρ.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ρ. *ἀναγκιˬάζω
Σημασιολογία
1) Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ νόσου σοβαρᾶς Κύπρ.: Εἶδα πολλοὺς ἀναντιˬασμένους. 2) Δόλιος, πονηρός, πανοῦργος Πόντ (Κερασ.): Ντ’ ἀναγκιˬασμένον παιδὶν εἶσαι! (ντ’ ἀναγκιασμένον ἐκ τοῦ ντό ἀναγκ). Πβ. ἀναγκιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA