βοιˬδάνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδάνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστκό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βοιˬδάνος ὁ, βουδάνος Πόντ. (Τραπ.) βουδνος Πόντ. (Τραπ.) βουδανὸς Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) βουδνὸς Πόντ (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τῶν καταλ. -άνος -νος, αἵτινες ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸ κοταμάνος καὶ πεζιρκιˬάνος ἐκ τῶν Τουρκ. kocaman=μεγαλόσωμος καὶ bezirğαn= πραγματευτής. ᾿Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾽Αρχ. Πόντ. 12 (1947) 60. Ὁ τονισμὸς τοῦ βουδανὸς κατ’ ἀναλογίαν τῶν εἰς -ανός.

Σημασιολογία

Μέγας βοῦς ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἐκόεψεν τὸν βουδανὸν καὶ κουβαλεῖ λιθάρ (ἐκόεψεν =ἔζευξε) Τραπ. Ἂν ἀποστέκ’ ὁ βουδνόν, κρούγ’ν ἀτον τιπουκέας (τιπουκέας= κτυπήματα βέργας) αὐτόθ. Συνών. βόιˬδακας, *βόιˬδακλας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/