ἀραμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀραμὸς ὁ, Κύθν. Σκῦρ. Σῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀραμά, δι᾿ ὃ ᾿ιδ. ἀραμάδα.
Σημασιολογία
Ρωγμή, σχισμὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Σὲ βλέπω ἀπὸ τὸν ἀραμὸ Σῦρ. Ἒγινε ἀραμὸς τσαὶ χύθη οὕλο τὸ λᾴδι Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA