ἀραμοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραμοῦ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀραμοῦ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἠρεμῶ. Ἰδ. ΜΔέφνερ Λεξ.
Σημασιολογία
Μένω, ἀπομένω: Ἀραμᾶτζε ὁ ’όγο ὸ ούμα σι (ἔμεινε ὁ λόγος εἰς τὸ στόμα της). Ἀραμᾶτζε μὲ τὰ χέρα αϊστὰ (ἔμεινε μὲ τὸ χέρι σηκωμένο). Ἀράμα ἥσυχο (μένε ἥσυχος) || Φρ. Ἄλε͜ιουτε ν᾿ ἀραμᾶρε! (ἄλειωτος νὰ μείνῃς ’ς τὸν τάφο! Ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA