ἀραμπαδε͜ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραμπαδε͜ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀραμπαδεὰ ἡ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀραμπαδιὰ) ἀραbαδεὰ Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀραπαδέα Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀραμπᾶς παρὰ τὸ θέμ. τοῦ πληθ. ἀρμπᾶδες.
Σημασιολογία
Φορτίον μιᾶς βοηλάτου ἁμάξης ἔνθ’ ἀν.: Μιὰ ἀραμπαδεὰ ξύλα - σανὸ κττ. Λεξ. Δημητρ. Ἀραbαδεὲς ἀραbαδεὲς ἐκουβαλε͜ιόdα τὰ φαε͜ιὰ ᾿ς ἐκεῖνο dὸ σπίτι ποῦ ’μου Ἀπύρανθ. Τὰ ξύλα ντὸ εἶδα ἐβγαίν'νε τρία ἀραπαδέας (τὰ ξύλα ποῦ εἶδα συμποσοῦνται εἰς τρία φορτία ἁμάξης) Τραπ. Συνών. ἁμαξεά, ἁμάξι 1 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA