ἀφριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφριˬάζω Ἤπ. ἀφρζω Πόντ. (Κερασ.) ἀφρ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) ’φριˬῶ Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρός.

Σημασιολογία

1) Κάμνω ἀφρόν, ἀφρίζω ἔνθ’ ἀν.: Τὸ φαγεῖν ἀφρζει ἢ ἀφρᾷ Κερασ. Ἀφρᾷ τὸ σαπούν’ αὐτόθ. Ἡ θάλασσα ἐφρζεν αὐτόθ. Ἐφρσεν τὸ στόμα μ’ αὐτόθ. || Φρ. Ἄφριˬασε ἀπὸ τὸ κακό του (ἔγινε μανιώδης, ὠργίσθη πολὺ) Ἤπ. 2) Ὀργιζομαι, θυμώνω μανιωδῶς ἕνθ’ ἀν. Πβ. ἀφρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/