ἀφρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφρίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφρίζ-ζω Χίος ἀφρίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀφιίζου Σαμοθρ. ἀφρίνδου Τσακων. ἀφρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’φρίσσω Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀφρίζω.

Σημασιολογία

Α) κυριολ. 1) Κάμνω, ἐκβάλλω ἀφροὺς, πληροῦμαι ἀφρῶν κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.) Τσακων. : Ἀφρίζει ἡ θάλασσα - τὸ νερὸ - τὸ σαπούνι - τὸ στόμα κττ. κοιν. Ἀφρίζει τὸ χάρκωμα (τὸ περιέχον ἀντὶ τοῦ περιεχομένου) Κρήτ. || Φρ. Ἄφρισε ἀπὸ τὸ θυμό του - ἀπὸ τὸ κακό του κττ. (ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ στόματος ἀφροὺς γενόμενος μανιώδης ἐκ τῆς ὀργῆς καὶ γενικῶς ὠργίσθη πολὺ) κοιν. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ ἐκβάλῃ ἀφροὺς Ζάκ.: Νὰ σὲ τινάξῃ τὸ γλυκύ σου καὶ νὰ σ’ ἀφρίσῃ! (ἀρά). 2) Ζυμοῦμαι, φουσκώνω Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἀφρίζει τοὺ κρασί. Β) Μεταφ 1) Ὀργίζομαι μανιωδῶς, γίνομαι ἔξω φρενῶν κοιν. : Ἀφρίζει ὁ δεῖνα. Ἄφρισε, λύσσαξε κοιν. Πολὺ ἀφρισμένος εἶναι ὁ δεῖνα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφορμίζω 2. 2) Μεθύω Κύθηρ. Συνών. μεθῶ. Πβ. ἀφριˬάζω, ἀφροβολῶ, ἀφροκοπῶ, ἀφρομανῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/