ἀραμπᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραμπᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀραμπᾶς ὁ, κοιν. ἀραbᾶς Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κρήτ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Ἐγκαρ. Φιλότ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀραπᾶς Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. ἀραπὰ ἡ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. araba.
Σημασιολογία
1) Ἃμαξα εἰδικώτερον μὲν ἡ ὑπὸ βοῶν ἢ βουβάλων συρομένη ἔχουσα τροχοὺς ἀλλαχοῦ μὲν ἀκτινωτούς, ἀλλαχοῦ δὲ φέροντας τὸ πρωτόγονον σχῆμα ξυλίνου κύκλου, ἐν γένει δὲ πᾶσα ἅμαξα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Καρ’δένιους ἀραbᾶς Αἶν. Τὰ βούδ - τ’ ἄλογα σύρ’νε τὴν ἀραπὰν Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Τραύα τὸν ἀραμπᾶ σου! (μετὰ περιφρονήσεως ἀποπομπή τινος) πολλαχ. Σῦρε τὸν ἀραbᾶ σου! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Τόν ἀραbᾶ μου κοιτάζω (περιορίζομαι εἰς τὴν ἐργασίαν μου ἀδιαφορῶν διὰ τὰ ξένα πράγματα) Γαλανᾶδ. Τοῦ ’δωκα τὸν ἀραbᾶ του (τὸν ἔδιωξα) Ἀπύρανθ. Πάου – τρώου μὶ τοὺν ἀραμπᾶ μ᾿ (βραδέως, ἐν ἀνέσει) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Oὑ Τοῦρκους μὶ τοὺν ἀραμπᾶ πια’ τοὺ λαγὸ (ὁ Τοῦρκος συλλαμβάνει τὸν λαγὸν ὀχούμενος ἐφ’ ἁμάξης. Ἐπὶ τοῦ βραδέως καὶ μετ᾽ ἀνέσεως πράττοντός τι) Μακεδ. (Νάουσ.) Οὑ Τοῦρκους πιά’ τοὺν κλέφτ’ μὶ τοὺν ἀραμπᾶ (συλλαμβάνει εὐκόλως τὸν παρανομοῦντα διὰ κατασκόπων καὶ καταδοτῶν) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τὸν λαὸν πιάνουν τον μὲ τὸν ἀραμπᾶ (διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ ἐπιμονῆς κατορθώνονται τὰ πάντα) Ρόδ. Συνών. ἁμάξι 1. 2) Ὁ σφόνδυλος τῆς ἀτράκτου τοῦ μαγγανίου περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται ἡ χορδὴ ἡ θέτουσα εἰς κίνησιν τὴν ἀνέμην Μέγαρ. Συνών. κουβαρίστρα. 3) Ράβδος ξυλίνη χρησιμεύουσα εἰς ἀνέγερσιν τῆς ἄνω μυλόπετρας τοῦ ὑδρομύλου Νάξ. (Ἐγκαρ. Φιλότ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA