ἀναγνωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγνωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγνωρίζω λογ κοιν. ἀνεγνωρίζω Ἄνδρ. Νάξ. (Βόθρ) Ροδ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναγνωρίζω.
Σημασιολογία
1) Γνωρίζω ἐκ νέου τινὰ ἤ τι καὶ πρότερον γνωστὸν λογ. κοιν. : Τὸν ἀνεγνώρισα ἀπὸ τὴν περπατησιˬά του- τὴ φωνή του κττ. ᾿Επάχυνε καὶ δὲν ἀναγνωρίζεται λογ. κοιν.‖ ᾎσμ. Τώρᾳ ποῦ τὴν ’νεστόρισα, | τώρᾳ τἠν ἀνεγνώρισα Ρόδ. 2) ᾿Αποδέχομαι, ὁμολογῶ λογ. κοιν.: Ἀνεγνώρισε τὸ λάθος του - τὸ χρέος του - τὴν ὑπογραφή του κττ. Δὲν τὸν ἀναγνωρίζει ὡς συγγενῆ του. 3)Μετοχ.ἀναγνωρισμένος=λίαν γνωστός λόγ. Κοιν.: Ἀναγνωρισμένο κατάστημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA