ἄφρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄφρισμα τό, κοιν. ἄφρισμαν Πόντ. ( Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) ἄφριγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφρίζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ γένεσις, ὁ σχηματισμὸς ἀφροῦ. Συνών ἀφροκόπημα. 2) Μεταφ. μανιώδης ὀργή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA