ἀφρίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφρίτης ὁ, Ἀθῆν. Θήρ. Ἴος Κρήτ. Νάξ. Πάρ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. Σύμ. κ.ἀ. - (Ναυτικ. Ἑλλὰς ἔτος 14 ἀριθμ. 135) ἀφρίτ’ς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς καταλ. -ίτης.
Σημασιολογία
1) Ἀφράλα, ὃ ἰδ., Θήρ. Ἴος Νάξ. Πάρ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ. β) Τὸ ἐπὶ τῆς παραλίας σχηματιζόμενον ἀλατοῦχον στρῶμα ἐκ τῆς ἐξατμίσεως τοῦ θαλασσίου ὕδατος Σίφν. γ) Τὸ ἐπιπολάζον ἐν τῇ ἁλυκῇ λεπτὸν καὶ ἀφροειδὲς ἅλας Ρόδ. δ) Τὸ λευκότατον καὶ καλλίστης ποιότητος ἅλας Ἀθῆν. 2) Ἱχθὺς εἶδος κεφάλου (Ναυτικ. Ἑλλὰς ἔνθ’ ἀν.) 3) Ὁ ἀφρίζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ὀργιζόμενος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κρήτ. Μακεδ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. Ἀφρίτης ἔγινε Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA