Ἀράπαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀράπαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀράπαρος ὁ, Ἀθῆν. Θρᾴκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ ὀν. Ἀράπης διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αρος.

Σημασιολογία

Αἰθίοψ μέγας τὸ ἀνάστημα: ’Σ τὰ παιδιὰ λένε πῶς ὅdας θὰ περάσ’ κἀνεὶς ἀπ᾽ τ᾿ς πορτάρες τ᾽ Γεdίκουλε, ἐκεῖ φ’λάει ἕνας Ἀράπαρος καὶ σὰ δὲ dὰ φ’λίσ᾽ d’ ἀφί’ νὰ περάσ’νε (ἐκ παραδ.) Θρᾴκ. Συνών. Ἀράπακας, Ἀράπακλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/