ἀναγνωστεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγνωστεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγνωστεύω Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Μέσ ἀναγνωστεύομαι Πελοπν. (Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναγνώστης.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ἀναγνώστης ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσ.(Ἁλμυρ.) 2) Διδάσκομαι τὰ στοιχειώδη γράμματα, ἀνάγνωσιν καὶ γραφὴν Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Πελοπν (Τριφυλ): Ἀναγνώστεψε τὸ παιδὶ τοῦ δεῖνα Ἁλμυρ. Ἔχω δυˬὸ παιδιˬὰ ἀναγνωστεμένα Τριφυλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA