Ἀράπης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀράπης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀράπης ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Ἀράπ-πης Χίος (Ἒλυμπ.) Ἀράπφης Σίφν. Ἀράμπης Σκῦρ. Ἀράπ᾿ς βόρ. ἰδιώμ καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀάπ’ς Σαμοθρ. Ἀράκη Τσακων. Θηλ. Ἀράπα πολλαχ. Ἀραπὴ Πόντ. (Χαλδ.) Στερελλ. Ἀράπαινα κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) Ἀράπισσα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Ἀραπῖνα σύνηθ. Ἀράπω πολλαχ. Ἀράπου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Ἀραποῦ Κύπρ. Οὐδ. Ἀραπὸ Πελοπν. (Φεν.) Πληθ. Ἀραπᾶδες κοιν. Ἀραβῆδες Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ Arab. Πβ. καὶ τὸ μεταγν. ἐθνικὸν ὄν. Ἄραψ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων μέλαιναν χροιὰν τοῦ σώματος κάτοικος τῶν Ἀφρικανικῶν ἐν γένει χωρῶν, Αἰθίοψ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τσακων.: Εἶναι μαῦρος σὰν τὸν Ἀράπη. Ἔκατσε ᾿ς τὸν ἥλιο κ᾿ ἔγινε Ἀράπης (ἀδιακρίτως γένους) κοιν. Ἀοῦτος μαῦρος ἔν’ ἅμον Ἀράπ᾿ς (αὐτὸς εἶναι μαῦρος σὰν Ἀράπης) Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Μαῦρος Ἀράπης (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνήκοντος μὲν εἰς ἄλλην φυλήν, ἔχοντος δὲ χρῶμα μελαψὸν) σύνηθ. Εἶναι ἄσπρος σὰν Ἀράπης (κατ᾿ ἀντίφρ. ἐπὶ τοῦ μελαψοῦ). Τόνε βγάλανε Ἀράπη (ἐπὶ τοῦ ἀποτυχόντος εἰς βουλευτικὰς ἤ δὴμοτικὰς ἐκλογάς. Ἡ μεταφορὰ ἐκ τῆς ψηφοδόχου διμεροῦς κάλπης, εἰς ἣν οἱ ρίπτοντες εἰς τὸ μέλαν μέρος κατεψήφιζαν τὸν ὑποψήφιον) πολλαχ. Μπῆκε ὁ Αράπης ’ς τὸν τέντζερε (ἐπὶ φαγητοῦ καέντος Συνών. φρ. μπῆκε ὁ καλόγερος μέσα) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἔβαλε ἡ--Ἀράπισσα τὸ bόδα τζη ᾿ς τὸ τσικάλι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Ὁ μαῦρος Ἀράπης τὰ φταίει (ἤτοι ἡ μαύρη φιάλη. Ἐπὶ μέθης) Κρήτ. (Χαν.) Σὰν τῆς Ἀράπας τὰ μαλλιὰ (ἐπὶ κόμης ατημελήτου Συνών. φρ. σὰν τῆς τρελλῆς τὰ μαλλιὰ) Κωνπλ. || Παροιμ. Τὸν Ἀράπη κι ἂν τὸν πλύνῃς, | μόνο τὸ σαπούνι χάνεις (ματαιοπονεῖ ὁ ἐπιχειρῶν νὰ διορθώσῃ τὸν φύσει πονηρὸν ἢ νὰ διδάξῃ τὸν ἀνεπίδεκτον μαθήσεως. Πβ. τὰς ἀρχ. Παροιμ. «Αἰθίοπα σμήχειν» καὶ «Αἰθίοπα λευκαίνειν». Περὶ τῆς γενέσεως τῆς παροιμ. καὶ τῶν διαφόρων παραλλαγῶν της ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,416 - 423) πολλαχ. Ἐντροπιάστ’ ἡ ᾽Αραπῖνα | ποῦ μουζώθ’ ἡ κακομοῖρα (ἐπὶ ἀναισχύντου προσποιουμένου ὅτι ἐντρέπεται) Κάρπ. Πῶς πάν, Ἀράπη, τὰ παιδιά σου; Ὅσο πάν καὶ μαυρίζουνε (ἐπὶ καταστάσεως ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ χείρω χωρούσης) Πελοπν. (Κορινθ.) Ἄν τὸν ματαϊδῇς, γράψε τον Ἀράπη (ἐπὶ ἀνθρώπου μετὰ κακὴν πρᾶξιν καθισταμένου ἀσυλλήπτου. ‘Η γένεσις τῆς παροιμ. ὀφείλεται εἰς τὴν κοινὴν ὑβριστικὴν χρῆσιν τῆς λ.) Ἤπ. Ποῦ φοβᾶται Ἀράπης τὴ δουλειά (ἐπὶ φιλοπόνου μὴ ὑποχωροῦντος καὶ πρὸ τῆς δυσκολωτάτης ἐργασίας) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 263,243. || Αἴνιγμ. Πράσινος κάμπος καὶ μέσα κατοικοῦνε μαῦροι Ἀραπᾶδες (τὸ καρπούζι) Πελοπν. (Χατζ.) Ἀραπῖνα μακρουχέρα καλου-μαγειρεύτριγια (τὸ τηγάνι) Λέσβ. || ᾎσμ. Κανόνια ἤφερε πολλὰ καὶ μπόλικες ὀβίδες νὰ καταστρέψῃ τὴν Τουρκιὰ κ᾿ ἐσᾶς τοὺς Ἀραβῆδες Μάν. Τὸ θηλ. Ἀραποῦ, Ἀράβισσα παρθένος Κύπρ. Ἀράπισσα, ἡ ἔγγαμος αὐτόθ. Τὸ ἀρσεν. ὡς ὄνομα βοός, κυνὸς καὶ ἡμιόνου μέλανος χρώματος σύνηθ. Τὸ θηλ. Ἀράπω ἢ Ἀράπου βόρ. ἰδιώμ. ὡς ὄνομα ἀγελάδος, προβατίνας, ἡμιόνου καὶ κυνὸς μέλανος χρώματος σύνηθ. Τὸ Ἀραπῖνα ὡς ὄνομα κυνὸς μελαίνης Κάρπ. Τὸ οὐδ. Ἀραπὸ πρόβατον ἢ αἴξ ἔχουσα τὴν κεφαλὴν χρώματος στιλπνοῦ μέλανος Πελοπν. (Φεν.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ἢ παρων. καὶ τοπων. πολλαχ. β) Μεταφ. ἠθικὸς πόνος, λύπη Κρήτ. || ᾎσμ. Ἕναν Ἀράπη μὲ φτερὰ ἔχω ’ς τὰ σωθικά μου καὶ μοῦ ρουφᾷ μεροῦ νυχτοῦ τὸ αἷμα τσῆ καρδιᾶς μου (τὸ μὲ φτερὰ ἐπιτείνει τὴν σημ.) 2) Δαίμων, φάντασμα μελανόμορφον ἐνίοτε μὲν εὐεργετικὸν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἐνίοτε δὲ κακοποιὸν κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Νὰν τά εἶχα καλὰ μὲ τὸν Ἀράπη, θά ἠμουνα γιομᾶτος τάλλαρα (διότι πιστεύεται ὅτι ὁ Ἀράπης εἶναι φύλαξ τῶν κεκρυμμένων θησαυρῶν) Πελοπν. (Τριφυλ.) Θά ᾿ρθῃ ὁ Ἀράπης νὰ σὲ πάρῃ! - νὰ σὲ φάῃ! (φρ. εὔχρηστοι πρὸς ἐκφοβισμὸν τῶν παιδίων. Συνών. μπαμπούλας) σύνηθ. Ἒ, θὰ μόλῃ ὁ Ἀράκη! (ἔ, θὰ ἕλθῃ κτλ.) Τσακων. || Παροιμ. Μήτε Ἀράπης σ᾽ ἀπαντήσῃ | μήτε τὸ σταυρό σου κάμῃς (εἶναι προτιμότερον νὰ ἀποφεύγωμεν πᾶσαν ἀφορμὴν συγκρούσεως πρὸς πονηρὸν καὶ κακὸν ἄνθρωπον καὶ ὅταν ἀκόμη εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ κατισχύσωμεν αὐτοῦ) Μῆλ. Ἡ λ. ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης ἐν τῷ περιφραστικῷ τοπων. Σπίτι τοῦ Ἀράπη (ἀρχαῖον οἰκοδόμημα ἀναγνωρισθὲν ὡς τέμενος τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, ὅπερ νομίζεται κατοικία δαιμόνων) Σαλαμ. 3) Κάθετον ξύλον ἐπὶ τῆς πρῴρας τῶν μικρῶν ἰστιοφόρων, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται τὸ ἄκρον τοῦ λεγομένου μπαστουνιοῦ Ἄνδρ. 4) Τὸ ἐπὶ τῆς πρῴρας πλοίου ἀναπεταννύμενον μικρὸν ἱστίον ἐπὶ ἱστοῦ οὐχὶ πολὺ ὑψηλοῦ, ὁ ἀρτέμων Ζάκ. κ.ἀ. - ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 1,76: Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παννὶ κοντὰ ’ς τὴν πλῴρη;... Αὐτά, μωρὲ παιδί μου, ἀνοίγει μονάχα, ὅταν ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι κατεβασμένα. ’Σ τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο, νὰ ποῦμε, τότε τὸ καράβι μονάχα μὲ τὸ παννὶ αὐτὸ παραδέρνει. Αὐτὸ τὸ παννἰ τὸ λένε Ἀράπη, γιατὶ μαυρίζει ἀπὸ τὸν καημό του σὰν ἀνοίξῃ. Ὃλα τὰ στοιχε͜ιὰ τὸ χτυπᾶνε, τὸ χτυπᾷ ὁ ἀγέρας, τὸ χτυπᾷ ἡ θάλασσα ΑΜωραϊτίδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. φλόκκος. 5) Εἶδος μεγάλης δρακοντεᾶς, τῆς ὁποίας τὸ στέλεχος φέρει στίγματα ὡς τὰ τοῦ ὄφεως, τὸ δὲ ἄνθος ἀναδίδει δυσάρεστον ὀσμὴν ὡς ἀποσυντεθειμένου κρέατος Κρήτ. 6) ᾿Ιλύς, καθίζημα ἐλαίου Κύθηρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστράγγι 2, ἔτι δὲ ἀλεπὸς 6. 7) Πίθος ἐλαιοτριβείου περιέχων καθίζημα ἐλαίου Κύθηρ. Πβ. Ἄραβος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA