ἀφροβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφροβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφροβολῶ ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1, 307 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀφροβόλος ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -βολῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 242 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἀφρίζω ἔνθ' ἀν.: Ποίημ. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κοιτάζω | τὴ θάλασσα ποῦ ἀφροβολᾷ καὶ ὅσα πέρασα καλά, | ἄχ, τἀ θυμοῦμαι καὶ στενάζω! ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφορ. ἐκδηλώνω παραφόρως τὴν ὀργήν μου Λεξ. Δημητρ.: Ἔβριζε κιˬ ἀφροβολοῦσε. Πβ ἀφρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA