Ἀράπικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀράπικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Ἀράπικος ἐπίθ. κοιν. Ἀράπ-πικος Χίος Ἀράπφικος Σιφν. Ἀράπ’κους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀράπης καὶ τῆς καταλ. -ικος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἰδιάζων εἰς Ἀράπην ἢ ὁ ὑπὸ Ἀράπη χρησιμοποιούμενος ἢ ὁ ἀπὸ Ἀράπην προερχόμενος κοιν.: Ἀράπικα μάτια. Ἀράπικα μοῦτρα. Ἀράπικος θυμὸς (σφοδρὸς θυμός). Ἀράπικο πεῖσμα (ἰσχυρὸν πεῖσμα). Ἀράπικο μπουρὶ (ὀργὴ μεγάλη) κοιν. Ἀράπ᾿κου γινάτ' (πεῖσμα) Λέσβ. Ἀράπικη φιλίντα (εἶδος ὅπλου) Κρήτ. Ἀράπικα κολοκύθια (εἶδος κολοκυθίων μεγάλων καὶ στρογγύλων, τὰ ὁποῖα τρώγονται τὸν χειμῶνα) Παλαιολ. Γεωρ. 190. Ἀράπικο καλαμπόκι (εἶδος ἀραβοσίτου μέλανος) ΓΣακελλοπ. Ἀνοιξιάτ. γεννήμ. 13 Ἀράπικος καπνὸς (μέλας πλατύφυλλος καπνὸς) ΝἈναγνωστοπ. Ἑλλην καπν. 37 || ᾎσμ. Ἕχει μάτια Ἀράπικα | καὶ τά ᾿δα καὶ μαράθηκα (δηλ. ἄγρια, τρόμον προξενοῦντα) Νάξ. Συνών. Ἀραβικός. 2) Μαῦρος Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.): Ἀράπικο βόιδι. Β) Οὐσ. 1) Ἀρσεν Ἀράπ’κους, χορὸς χορευόμενος συνήθως μὲν ὑπὸ ἑνός, ἐνίοτε δὲ καὶ δύο ποιούντων διαφόρους ἐλιγμοὺς καὶ κλίσεις τοῦ σώματος μετὰ κινήσεων καὶ συστροφῶν τῶν γλουτῶν Σάμ. 2) Οὐδ. Ἀράπικο α) Ὑπερβολικὴ καὶ μανιώδης ὀργὴ (διότι οἱ ᾽Αράπηδες θεωροῦνται ἰσχυρογνώμονες καὶ εὐερέθιστοι) Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ.: Φρ. Τοῦ ’ρθε - τὸν ἔπιασε τ᾿ Ἀράπικο (συνών. φρ. τὸν ἔπιασε τὸ Μανιάτικο) Κεφαλλ. β) Εἶδος μαύρου σύκου, ὁ καρπὸς τῆς ἀραποσυκεᾶς (ἰδ. λ.) Σῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀραπόσυκο. 3) Πληθ. Ἀράπικα, ἡ Ἀραβικὴ γλῶσσα κοιν.: Μαθαίνω - μιλῶ - ξὲρω τ᾽ Ἀράπικα. Τά ’μαθα τ᾿ Ἀράπικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA