ἀναγογυρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγογυρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγογυρεύω ἀμάρτ. ἀνεγογυρεύω Α.Κρήτ. ἀνεγογυρεύγω Α.Κρήτ. ἀνιγουγυρεύου Σαμ. ἀνιγουγυεύου Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ συμφύρσ. τῶν ρ. ἀναγορεύω καὶ ἀναγυρεύω. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ. 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 28. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Τὸ ἀναγογυρεύγω καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναζητῶ ἐπανειλημμένως, ζητῶ ἐπιμόνως Α.Κρήτ. Σαμοθρ.: Πήγαινε νὰ τ’ ἀνεγογυρέψῃς Α.Κρήτ. Dοὺν ἀνιγουγύιψα, ἂμ δέ dουν ηὖαα Σαμοθρ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Βλαχ. 2) Κάμνω λόγον περί τινος, ἀναφέρω Σάμ. 3) Διαβάλλω, συκοφαντῶ Κρήτ. Πβ. ἀναγορεύω, ἀναγυρεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA