Ἀραπίτσης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀραπίτσης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀραπίτσης ὁ, ἀμάρτ. Ἀραπίτσ’ς Β. Τῆν. Ἀραπίτσος Πόντ. (Τραπ.) Θηλ. Ἀραπίτσα σύνηθ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ὀν. Ἀράπης διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων μέλαιναν χροιάν, συνήθως τὸ θηλ. λεγόμενον ὑβριστικῶς ἣ θωπευτικῶς σύνηθ.: Μοῦ εἶσαι μιὰ Ἀραπίτσα νόστιμη! Τὸ θηλ. Ἀραπίτσα ὄν. αἰγὸς ἢ θήλεος ὄνου ἢ ἡμιόνου ἢ κυνὸς χρώματος μαύρου πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Νάουσ.) 2) Πήλινον μαγειρικὸν σκεῦος ἀποκτῶν μέλαν χρῶμα ἐκ τῆς χρήσεως Πόντ. (Τραπ.): Παροιμ. φρ. Ἀραπίτσον ὅνταν γεννᾷ, τοῦ σπιτί’ ὁ λαὸν αίρεται (χαίρει ὁ λαὸς τοῦ σπιτιοῦ, ὅταν γεννᾷ ὁ Ἀραπίτσος, δηλ. ὅταν κενωθῇ τὸ περιεχόμενον φαγητὸν καὶ παρατεθῇ εἰς τὴν τράπεζαν) Τραπ. 3) Τὸ εἰς τὸ δέρμα τοῦ κυνὸς προσκολλώμενον ζωύφιον, κυνορραϊστὴς Τῆν. Συνών. σκυλλόψειρα, τσιμπούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/