ἀναγοδέρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγοδέρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρἠμα

Τυπολογία

ἀναγοδέρω, ἀνεουδάρω Νάξ.(᾽Απύρανθ.) ἀνεουδαρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. γοδέρω. Τὸ ἀνεουδάρω κατ’ ἀναλογ. τῶν εἰς -άρω ρ.

Σημασιολογία

1) Χαίρω, εὐχαριστοῦμαι: ᾎ, τοῦ φουστανιˬοῦ εἶναι ἡ χαρὰ πὄχεις! Τσῆ καληστρήνας εἶναι ποῦ ’σαι άνεουδαρισμένη! (καληστρήνα=πρωτοχρονιάτικον δῶρον). 2) Ὑπερηφανεύομαι, ὑπεραίρομαι: ’Ενεούδαρες πάλι μὲ τὴ bαιdρε͜ιὰ τοῦ γιˬοῦ σου! Συνών. *ἀναγοδερεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/