ἀφρόγαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρόγαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφρόγαλα τό, σύνηθ. ἀφρόγαλο πολλαχ. ἀφρόγαλου Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. ἀφρόγαλος ὁ, Πελοπν. (Ἦλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀφρόγαλα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ γάλατος σχηματιζόμενος βουτυροβριθὴς ἐπίπαγος σύνηθ.: Ποιήμ. Λυγνὴ φεγγαροπρόσωπη π᾿ ἀκούεται Κρυστάλλω ἔλεγε ’ς τὴ μαννούλλα της τὴν πολυαγαπημένη ποῦ τὴν ἀξάνει μὲ φιλιˬά, μ᾿ ἀφρόγαλο, μὲ μόσκο ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 72 Κόρη μ᾿ ἀφρόγαλα πλασμένη, | ἄσπρη σὰν χιˬόνι ’ς τὸ βουνὸ ΦΠανᾶ Λυρ. 1,354. Συνών. ἄμυλο 2, ἀνθόγαλα 2, ἄνθος 2, ἀφρέα, καιˬμάκι. 2)Μεταφ. τὸ καλύτερον μέρος τοῦ συνόλου πράγματός τινος πολλαχ. : Τ’ ἀφρόγαλου ἀπ᾿ τοὺ κρασὶ - ἀπ’ τοὺ τυρὶ κττ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Τ’ ἀφρόγαλα τῆς γειτονιˬᾶς - τοῦ χωριˬοῦ κττ. (τὸ ὡραιότερο κορίτσι) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA