γαριφαλῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριφαλῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαριφαλῖνα ἡ, Κύθηρ. Γαροφαλῖνα Κύθηρ.κ.ἀ. γαρουφαλῖνα Πελοπν. (’Αργολ. Ἑρμιόν.) κ.ἀ.-Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 13 γαρ’φαλῖνα Τσακων. -Ν. Χαλιορ., ‘Υδρέϊκ. Θρῦλ., 84.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ῖνα.
Σημασιολογία
1) Γαριφαλιˬὰ 2, ὃ ἰδ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἑρμιόν.) κ.ἀ. - Ν. Χαλιορ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει μιˬὰ γαριφαλῖνα ποὺ μοσκοβολᾷ ὅλος ὁ δρόμος Κύθηρ. 2) Γαρίφαλο 3, ὃ ἰδ. Κύθηρ. Πελοπν. (’Αργολ.) : Ἄσμ. Τὰ μάτια σου εἶναι ὄμορφα σὰ dὴν ἐλιὰ τὴ φίνα. τὰ χείλη σου εἶναι κόκκινα σὰ dὴ γαροφαλῖνα Κύθηρ. Γαροφαλῖνα κόκκινη μὲ τὰ σαράdα φύλλα, σαράdα σ᾿ ἀγαπήσανε, μά πάλι ’γὼ σὲ πῆρα αὐτόθ. 3) Τὸ καλλωπιστικὸν φυτὸν διόσανθος ὁ σινικός (dianthus chinensis), τῆς τάξεως τῶν καρυοφυλωδῶν (caryophyllaceae), καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ Χελδρ.- Μηλιαρ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀραπογαριφαλεˬά, σπαρτί. 4) Τὸ καλλωπιστικὸν φυτὸν ταγήτης ὁ στιλπνὸς (tagetes lucida), τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Τσακων. κ.ἀ.: ’Εφτύκα δύ᾽ τσεῖ γαρ’φαλῖνε τὸν τζῆπο (ἐφύτεψα δύο τρεῖς γαριφαλῖνες εἰς τὸν κῆπον) Τσακων. Συνών. γαριφαλιˬὰ 4, κατιφές. 5) Εἶδος μικροῦ πτηνοῦ (ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ πτιλώματος) Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA