ἀναγόρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγόρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναγόρευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνεόρευτος Νάξ.(’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀγορευτὸς <ἀγορεύω. Πβ. καὶ μεσν. ἐπίθ. ἀναγόρευτος=ἀνεκδιήγητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυσφημηθείς, ὁ μὴ ὀνειδισθείς: Ἐῶ εἶμ᾽ ἀνεόρευτος ἄθρωπος, ποτὲ δὲν ἐπαραβάρυνα κἀνεἰ καὶ δὲν μ’ ἀνεόρεψε ποτὲ κἀνεὶς γιˬὰ τίποτε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA