ἀναγορεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγορεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγορεύω ᾿Αντικύθ. Βιθυν. Εὔβ.(Κύμ.) ᾿’Ηπ. ’Ιων. (Κρήν.) Κύθηρ. Μῆλ. Πελοπν.(Γέρμ. Κἀ.) Προπ.(Κούταλ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναγουρεύου Ἤπ.(Ζαγόρ. Κἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σαμ Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.) ἀναγορεύγω Κάρπ. Κρήτ. ἀναγορεύκω Κύπρ. -ΧΠαλαισ. Τὸ παράπ. τοῦ τσυροῦ 7 ἀναορεύγω Σίφν. ἀναορεύκω Κύπρ. ἀνεγορεύω Σῦρ. -Λεξ. Πρω. ἀνεγορεύγω Α.Κρἠτ. Μῆλ. Σῦρ. ἀνεορεύω Ἄνδρ. Κάρπ. Νάξ. (Κορων. κ. ἀ.) Σίφν. ἀνεορεύγω Θηρ. Κάρπ. Κύθν. Νάξ. (Κορων. κ. ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ) Σίφν. ἀνιγουρεύου Θρᾴκ. Σάμ. Λέσβ. ἀνιγουρεύγου Κυδων. Λέσβ. ἀνηγορεύω Λέρ.-Λεξ. Πρω. ἀνηορεύγω Θήρ. ᾽ναορεύγω Κῶς ᾿ναορεύγιω Ρόδ. ᾽ναορεύgειˬω Ρόδ. ’νεορεύω Νισυρ.᾽νεορεύγω Κάλυμν. ᾽νηγορεύω Κρήτ. Ρόδ. ᾽νηορεύω Κῶς Ρόδ. ᾽νοηρεύγω Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναγορεύω=ἀνακηρύττω, ἀπαγγέλλω δημοσίᾳ. Περὶ τοῦ ρ. πβ. ΣΨάλτην ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 27 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Κάμνω μνείαν τινός, μνημονεύω, ἀναφέρω Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ. ἀ.) Κάρπ. Εὔβ.(Κύμ.) Κῶς Πελοπν. (Γέρμ.) Σάμ. Στερελλ.(Αἰτωλ. Ἀμφ.) Ρόδ. Σῦρ. κ. ἀ Μὴν τ᾽ ἀναγορεύῃς τέτο͜ια πράματα Γέρμ. Μή μ’ἀναγορεύετε ὁλότελα Ἤπ. Αὐτοῦ ποῦ πῆγις δὲν ἀναγουέρψανι καθόλ’ γιὰ μένα; Αἶν. Ἐμένα δὲ μ’ ἀνιγόριψαν Θρᾴκ. Μὴ μ᾽ ἀναγουρεύ’ς αὐτὰ τὰ λόγια Ἄμφ. ‖ Παροιμ. Ἀνεόρεψε τό γάαρο νἀ ῇς τ᾽ ἀφτιˬά του (ἐπὶ τοῦ ἐμφανιζομένου καθ᾿ ὃν χρόνον γίνεται περὶ αὐτοῦ λόγος) Κάρπ. Ἀνιγόριψι τοὺ σαμάρ’ νὰ βρῇς τοὺ γάιδαρου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σαμ. Μετοχ. ἀνεορεμένος = ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου συχνάκις ἀναφέρεται τὸ ὄνομα, μάλιστα εἰς σπουδαίας ἣ χρισίμους περιστάσεις Κάρπ. Συνών. ἀθιβάλλω 3, ἀθιβολεύω (ΙΙ) 3, ἀμφιβάλλω 2, ἀναβάλλω 5, ἀναγογυρεύω 2, ἀναγυρεύω 2, ἀναθιβάλλω. β) Ἐνθυμοῦμαι Βιθυν. Θήρ. ᾿Ιων.(Κρήν.) Κάρπ. Ρόδ. Σάμ.: Σ᾿ ἀναγόρεψα σήμερα Βιθυν. Ἐσὺ δὰ ἀνηορεύγεις κἀμμιˬά φορὰ κ’ ἔρχεσαι καὶ μᾶς βλέπεις Θήρ. Πο͜ιὸς μ᾿ ἀναγορεύει; Κρήν. Συνών. ἀνιστορῶ. γ) Μερμνῶ, φροντίζω περί τινος Κύπρ. ΧΠαλαισ ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ἡ τεφαλὴ τῆς ἐκκλησιˬᾶς πρέπει ν᾽ ἀναγορέψῃ τὲς μόδες τὲς σημερινἑς νὰ τὲς ἀπαγορέψῃ ΧΠαλαίσ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. ὑπενθυμίζω τι εἴς τινα Ἀνδρ. Θήρ. Κύθηρ. Κύθν. Κρήτ. Κῶς Μῆλ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. κ. ἀ.: Τί μοῦ τὸ ἀναγορεύεις ἕνα γκερεμὲ τό καλό, ποῦ μοῦ ᾿καμες; (ἕνα γκερεμὲ=ἀδιαλείπτως) Μῆλ. ᾿Επροσκάλεσέ με νὰ φάω κ᾽ ἐδὰ τ᾿ ἀναγορεύγει Κρήτ. Ἀφοῦ μοῦ ᾽γραψες τὸ χωράφι γιˬατί τὸ ἀνεορεύγεσαι τώρα; Νάξ. Οὕλο μοῦ τὸ ἀνεορεύεις!᾿΄Ανδρ. Μὴ μ᾿ τ᾽ ἀναγουρεύ’ς οὑλουένα αὐτὸ π᾿ μὄδουκις Αἰτωλ. Συνών. ἀναγορίζω. Πβ. ἀναγογγύζω 1. 3) Διαβάλλω, κακολογῶ, συκοφαντῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Κύθν. Νάξ. Προπ (Κούταλ) Σιφν. Σκόπ. Κ.ἀ. -Λεξ. Πρω.: Δὲ θέλου νὰ μοῦ ἀναγουρεύ’ν τὴ τσούπρα Ζαγορ. Περβατεῖ καὶ μ᾿ ἀναγουρεὐ’ ᾿΄Ηπ. Συνών. ἀναβάλλω 7, ἀναβαλώνω 3. β) Χλευάζω, ὀνειδίζω Ἤπ. Κύθν. Νάξ. (Κορων. κ. ἀ.): ᾿Ανεορεμένη μ’ ἔχεις καὶ σὺ πῶς δὲν ἐπαντρεύτηκα; Νάξ. ᾽Ανεορέψαςὶ με πῶς εἶν’ τὀ νά μου μάτι χαλασμένο Κορων. 4) ᾿Αναζητῶ, ζητῶ Βιθυν. Κάρπ. Κύπρ. Κῶς Λεσβ. Νισυρ. Πελοπν. Ρόδ. Σὰμ : Σήμερα μ᾿ ἀναγόρεψε, ἀμ’ δὲ μὲ ηὗρε Βιθυν. Πολλὲς φορὲς σὲ ᾽νηγορεύσαμε Ροδ. ᾽Ναορεύγει τό παλληκαρόπουλλόν του Κῶς Εἶντα ᾿νεορεύεις ἐδωά; Νίσυρ. ᾿Αναορεύκει νὰ σὲ πιˬάσῃ ἠ πύρεξι Κύπρ. ‖ ᾎσμ Περνοῦσι τριˬά μερόνυχτα κακὰ καὶ μαυρισμένα κ᾽ ἡ μάννα ἀνεσρεύγει την ᾿ς οὕλα τά περιάλια Κάρπ. ᾿Αγγρίστηκεν ἡ ἀγαπῶ ταὶ δὲν μ᾿ ἀναγορεύκει Κύπρ. ᾽Γὼ μαῦρα μάτια ἀγαπῶ καὶ ᾽κεῖν᾽ ἀναγορεύω Πελοπν. Συνών ἀναγυρεύω 1. 5) Ἐρωτῶ Σαμ.: Παροιμ. Φρ. Πο͜ιός σ’ἀναγουρεύου ποῦ ξιφουρτών’ν οἱ Γύφτ’τὰ κάρβ’να; (ἐπί τῶν εἰς ἀλλότρια ἐπεμβαινόντων). 6) Καλῶ τινα φωνάζων τὸ ὄνομά του Κάρπ. : Τό παιδί ἀνεορεύει, μάννα! 7) Ἀμτβ. ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαί που Θήρ. Κυδων. Σάμ.: Εἶναι βολετὸ νὰ μὴ ἀνηορέψῃ Θήρ. ’Ανιγόριβγι κἀμμιˬὰ φουρά σαδιˬῶ (πρὸς τὰ ἐδῶ) Σάμ. Πβ. ἀναγορεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/