ἀφροκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφροκοπῶ σύνηθ. ἀφρουκουπῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφροκοπάω πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ.

Σημασιολογία

1) Παράγω συνεχῶς πολλοὺς ἀφροὺς, οἱονεὶ ἀφρίζω μανιωδῶς σύνηθ.: Ἀφροκοπᾷ ἣ θάλασσα - τὸ σαποὑνι κττ. σύνηθ. Ἀφροκοπᾷ τὸ στόμα dου Κρήτ. Τοῦ ’ρθε τὸ γλυκὺ κιˬ ἀφροκοπᾷ (γλυκὺ = σεληνιασμὸς) Νάξ. || Ποίημ. Καὶ πάν καὶ πλέχουν ᾿ς τὰ νερὰ κιˬ ἀφροκοποῦν καὶ παίζουν σὰ νύφες ἀπονύχτερες κιˬ ἀγνωρογεννημένες ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 48. 2) Μεταφ. ἀφρίζω ὑπ' ὀργῆς, κραυγάζω μανιωδῶς, ταράττομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Δὲν ἔχεις δίκα͜ιο ν᾿ ἀφροκοπᾷς. Συνών. ἀφροταράζω. Πβ. ἀφριˬάζω, ἀφρίζω, ἀφροβολῶ, ἀφρομανῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/