γαρμπάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαρμπάρω Σίφν. γαρbάρω Κεφφαλλ. Κρήτ. (Ἡρακλ. κ.ἀ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. garbare=ἀρέσκω.
Σημασιολογία
1) Ἀρέσκω (ἐπί προσώπων καί πραγμάτων) Κεφαλλ. Σίφν.:Τοῦ γαρbάρησε τοῦ Παναγάκη ἡ Μαρίκα Κεφαλλ. Μωρή ’έ σοῦ γαρμπάρω; Σίφν. Σοῦ γαρμπάρουν τά ροῦχα μου; αὐτόθ. Ἄ’ σοῦ γαρμπάρη τό γάλα, πάρε το αὐτόθ. ’έ μοῦ γαρμπάρουν τὰ φερσίματά του αὐτὸθ. β) Ἐπιθυμῶ, νοστιμεύομαι (πρόσωπον ἤ πρᾶγμα) Σίφν.: Μωρέ πῶς τή γαρμπάρω νά τήν εἶχα μέσ’ς τίς φυλλάδες! Τήν εἶδε, τήν ἐγαρμπάρησε τήν ἐπῆρε. 2) Διακρίνω βλέπω μακρόθεν Κρήτ. (Ἡράκλ. κ.ἀ.) Σίφν.: Νά, μωρή, ἐγώ ’κειδά πέρα τόν ἐγάρμπαρα Σίφν. Τόν ἐγαρbάρησα καλά Ἡράκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA