ἀφρόκρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφρόκρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφρόκρεμα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ κρέμα.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀφρώδης κρέμα τῶν γλυκυσμάτων ἀπὸ ζάχαριν καὶ ἀβγά. Μεταφ. ἐπὶ ὡραίας καὶ μετὰ φιλοκαλίας ἐνδεδυμένης γυναικός : Αὐτὴ εἶναι ἀφρόκρεμα. 2) Καλλυντικὴ ἀλοιφὴ τοῦ προσώπου. Β) Μεταφ. 1) Ἡ ἐκλεκτὴ ποιότης πράγματός τινος. Συνών. ἀφρὸς 1 β. 2) Ἡ ἀριστοκρατικὴ τάξις τῆς κοινωνίας : Ἦταν καλεσμένη ᾽ς τὸ γάμο ὅλ’ ἡ ἀφρόκρεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/