ἀφροκύδωνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφροκύδωνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφροκύδωνο τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Χατζ.) κ.ἀ. - ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν τάφ. 257.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ κυδώνι.

Σημασιολογία

Κυδώνιον εὕχυμον ἔνθ’ ἀν.: Οἱ κάμαρες μοσκοβολάγανε χινόπωρο ἀπ᾿ τὸ κρεμασμένα ἀφροκύδωνα ΣΜυριβήλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀφρατοκύδωνο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/