ἀραποπαίδιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραποπαίδιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραποπαίδιν τό, Πόντ. ( Κερασ.) ἀραπόπαιδον Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀράπης καὶ τοῦ οὐσ. παιδίν. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. ἀραπόπαιδον ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.

Σημασιολογία

Παιδὶ Αἰθίοπος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀραπάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/