γαρμπίλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπίλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαρμπίλι τό Ἀθῆν. κ.ἀ. γαρμπίλιο Λαύρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
’Αμφιβόλου ἐτύμου. Κατά Ζ. Τζάρτζαν., Τεχν. ὅρ. οἰκοδομ., 83, ἐκ τοῦ ’Ιταλ. garbuglio= ἀνακάτωμα.
Σημασιολογία
1) Τὰ εἰς πολὺ μικρὰ καὶ στρογγυλὰ τεμάχια παρασκευαζόμενα σκῦρα, κατάλληλα διὰ τὴν κατασκευὴν εἰδικοῦ σκυροστρώματος τῶν οἰκοδομῶν ᾽Αθῆν. κ.ἀ.: Ρίξε μέσ’ ᾿ς τὸ χαρμάνι δυˬὸ ζεμπίλιˬα γαρμπίλι ’Αθῆν. 2) Τὸ εἰς μικρὰ τεμάχια μετάλλευμα, τὸ «ψιλὸ» (κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «χοντρὸ») Λαύρ.: ’Εβγῆκε δυˬὸ βαγόνιˬα γαρμπίλιˬο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA