γαρνεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρνεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρνεύω Κάρπ. γαρνεύγω Κάλυμν. Σύμ. γαρνεύgω Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάρνιˬο.

Σημασιολογία

Μεταβ. καὶ ἀμετβ., ἀπατῶ, στρεψοδικῶ (ἐπὶ παιγνίων κυρίως) ἔνθ’ ἀν.: Γαρνεύγεις με! Σύμ. ’ὲ σ-σὲ παίζ-ζω, γιˬατὶ γαρνεύτεις με Κῶς ’ὲ σ-σὲ παίτζουμε, γιˬατὶ γαρνεύγεις Σύμ. Συνών. ζαβολιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/