βοιˬδοπατημασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδοπατημασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοιˬδοπατημασιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. βοδοπατ’μασὰ Σκῦρ. βουδουπατ’μασιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ πατημασιˬὰ.
Σημασιολογία
1)Βοιˬδοπάτημα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Μετων. ἄνθρωπος περιπατῶν σκυμμένος καὶ σύρων βαρέως τὰ βήματα Σκῦρ.: Σὰ τὸ ζῷ περπατεῖ ἡ βοδοπατ’μασά. Ἡ βοδοπατ’μασὰ ἂν σὲ πατήσῃ, θὰ σὲ ξε’χιˬάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA