ἀραποσίτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραποσίτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραποσίτι τό, ἀραβοσίτι λόγ. πολλαχ. ἀραποσίτι κοιν. ἀραποίτι Ἤπ. Μέγαρ. Πελοπν. (Κορινθ. Μαζαίικ.) ἀραπουσίτ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀραπουίτ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀραποσίκι Τσακων. ᾽ραποσίτι Ἀθῆν. κ.ἀ. ᾿ραbουσίτι Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀραβόσιτος. Τὸ π ἀντὶ τοῦ β κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ὀν. Ἀράπης.
Σημασιολογία
Ἀραποσίταρο 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Τρώει ἀραποσίτι ποῦ πάει γόνα (ζῇ πτωχότατα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ντυμένος σὰν ἀραποσίτι (ἐνδεδυμένος διὰ πολλαπλῶν ἐνδυμάτων) αὐτόθ. || Φρ. Ὁ δεῖνα τὸ φτήνιανε τ᾽ ἀραποίτι (ἐδάρη) Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) || Παροιμ. Τ᾿ ἀραποσίτι λέγει, σκοτώστε τοὺς γειτόνους μου κ’ ἐγὼ σᾶς τοὺς πλερώνω (ὅσον ὁ ἀραβόσιτος ἀραιώνεται τόσον καὶ περισσότερον καρπὸν φέρει) Πελοπν. (Νέμ.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA