βοιˬδόπολι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδόπολι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βοιˬδόπολι ἡ, Πελοπν. (Τρίκκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ πόλι.

Σημασιολογία

Οἱονεὶ ἡ τῶν βοῶν πόλις: Παροιμ. Ἄλλοι πάν ’ς τὴν Πόλι τ’ ἄλλοι ᾿ς τὴν βοιˬδόπολι (εἰρωνικῶς ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἔχουν ξενιτευθῆ καὶ ζήσει εἰς μέρη πολιτισμένα, ἐξακολουθοῦν ἐν τούτοις νὰ εἶναι μωροὶ καὶ νὰ φέρωνται ἀγροίκως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/