γαρνὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρνὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γαρνὸ τό, Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ συνων. οὐσ. ἀγρινόν, ὃ ἰδ., κατ’ ἀντιμετάθεσιν καὶ συγκοπήν. Βλ. Ν. ᾽Ανδριώτ., Λεξικογρ. Δελτ. 2 (1940), 146|147.
Σημασιολογία
Εἶδος αἰγάγρου διαιτωμένου ἐπὶ τοῦ ’Αντιταύρου: Πηάγαμ ’ς σοῦ γαρνοῦ τό ’νέγκωσμα=κυνήγι). Σκότ’σαν ἕνα γαρνὸ καὶ μοίρασάν dο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA