γάρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γάρος ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ (᾿Αμισ.) γάρους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γκάρους Ἤπ. (Ζαγόρ. ᾿Ιωάνν. κ.ἀ.) γάρος τό, Πελοπν. (Γέρμ.) Σκῦρ. γάρον τό, Πόντ. (Σούρμ.) -Λεξ. Περίδ. Βυζ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γάρος.
Σημασιολογία
Οἱ κατ’ οὐδ. γένος τύπ γάρος καὶ γάρον ἤδη Ἑλληνιστ. Βλ. ’Ιω. Καλλέρ., ’Επετ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 23 (1953), 695 ὑποσ. 5. 1) Ἄρτυμα ἡμίρρευστον (εἶδος «σάλτσας»), παρασκευαζόμενον ἐκ τῶν ἐντοσθίων ὡρισμένων ἰχθύων (ἰδίως σκόμβρων), ἅτινα ἀλατίζονται καὶ ἐκτίθενται ἐπί τι διάστημα εἰς τὸν ἥλιον ἐντὸς πηλίνου ἀγγείου, μεθ᾽ ὃ τρώγονται ὡς ὀρεκτικόν, καρυκευόμενα δι’ ἐλαίου καὶ λεμονίου ΑΡουμελ. (Σωζόπ. κ.ἀ.) Βιθυν. Θράκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) ’Ιων. (Κρήν.) Μεγίστ. Πάτμ. Προπ. (’Αρτάκ. Κούταλ. Μαρμαρ. Πάνορμ.) Χίος - Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 282 Πρω. Δημητρ.: Παροιμ. Φρ. Οὑ γάρους εἶνι τοῦ ψουμιˬοῦ οὑ χάρους Θράκ. (Μυριόφ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ., Ἐλληνιστ.καὶ Βυζαντ. Πβ. ’Ιω. Καλλέρ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἠ ἅλμη ἐντὸς τῆς ὁποίας διατηροῦνται ἰχθύες, ἐλαῖαι, τυρὸς ἤ λαχανικὰ πολλαχ.: Φκε͜ιάσι λίγου γάρου κὶ ρίξι ’ς τ’ gάδ’, νὰ μὴ χαλάσ’ τοὺ τυρὶ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Χύθ’κι οὑ γάρους κὶ χαλάσαν οἱ ἰλιˬὲς Σκόπ. Νὰ βά’ς ἀπ’ ’πάν’ ἀπ’ τ᾿ς πιπεριˬὲς τοὺ σανίδ’ γιὰ νὰ τ᾿ς σκιπά’ καλὰ οὑ γάρους αὐτόθ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἅρμη 1. β) Τὸ ἐκ τῶν ἐλαιῶν ἐκκρινόμενον ὑπομέλαν ἄχρηστον ὑγρὸν μετὰ τὸ ἁλάτισμα αὐτῶν ἢ μετὰ τὴν ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ ἔκθλιψίν των Πόντ. (᾿Αμισ.) Σκῦρ. Σκόπ.: Ἁλάτ’σα τσ’ ἐλιˬὲς τσαὶ βγάλανε γάρος Σκῦρ. Οὕλου γάρου εἶνι φέτους οἱ ἰλιˬές, δὲν ἔχ’νι λάδ’ Σκόπ. Συνών. μούργα. γ) Οἱονδήποτε ὑγρὸν χρώματος ὑπομέλανος ἕνεκα θολερότητος Ἤπ.: Τοὺ κρασὶ - τοὺ νερὸ εἶναι γκάρους. δ) Τὸ γαρόμελο, ὃ ἰδ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) ε) Τὸ μετὰ παρατεταμένον βρασμὸν τοῦ γλεύκους ἀπομένον παχύρρευστον ἀφέψημα Μακεδ. (Μελέν.) Συνών. πετιμέζι. 3) Τὸ κατὰ τὴν ἀποστράγγισιν τοῦ χλωροῦ τυροῦ ἐκκρινόμενον ὑγρὸν Σκῦρ. Στερελλ. (Κλών.) Συνών. τυρόγαλο. β) Ἡ ὑποστάθμη τοῦ βουτύρου Μακεδ. (Θεσσαλον.). 4) Ὁ ρύπος, ἡ κηλὶς Χίος - Λεξ. Πρω. Δημητρ. Πβ. γαριˬά, γαριˬάζω 1. β) Ὁ καταρράκτης τῶν ὀφθαλμῶν Πόντ. (Σούρμ.) Πβ. γαρίλα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA