γάρπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάρπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γάρπα ἡ, Νάξ. (Φιλότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαρπάρω καθ’ ὑποχωρητικὸν σχηματισμόν.
Σημασιολογία
Ὁ καλπασμὸς (ἵππου, ἡμιόνου, ὄνου) : Τό μου’άρι ἤτανε μυιαρμένο καὶ ἤβαλενε μιὰ γάρπα ! ᾽Εκαβαλλίκευεν ἕνα μου’άρι κιˬ ἀκοὺς μιˬὰ γάρπα ποὺ τὴν ἤκανενε...
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA