γαρπάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρπάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρπάρω Νάξ. (Φιλότ.) γαρπέρνω Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ’Ενετ. galopar=καλπάζω.

Σημασιολογία

1) ’Επὶ ὑποζυγίων, τρέχω ἐν καλπασμῷ (μετὰ ἢ ἄνευ ἀναβάτου) : ’Εγάρπαρε τὸ μου’άρι κ᾽ ἤφυενε. Ὁ ’άδαγαρος ἐγάρπερνενε σὲ οὕλη τὴ στράτα. β) ’Εποχοῦμαι ὑποζυγίου καλπάζοντος: Γαρπέρνουμενε γιὰ νὰ ’δούμενε πο͜ιὸς θὰ περάσῃ τὸν ἄλλον ; Σὲ οὕλη τὴ στράτα γάρπερνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/