γάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γάστρα ἡ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾽ιάστρα Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γιάστρα Νάξ. (᾽Απύρανθ.) gάστρα Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) gράστα ’Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) βάστρα Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Τῆλ. Χάλκ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γάστρα. Βλ. καὶ γλάστρα.
Σημασιολογία
1) Πήλινον ἤ σιδηροῦν σκεῦος, ἡμισφαιρικοῦ συνήθως σχήματος καὶ διαμέτρου 0,60 μ. περίπου, φέρον λαβὴν ἐπὶ τῆς κυρτῆς αὐτοῦ ἐπιφανείας καὶ χρησιμεῦον διὰ τὴν ἕψησιν ἄρτου ἤ φαγητοῦ. (Προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθῇ, πυρακτοῦται ἐντελῶς ἐπὶ τῆς πυρᾶς τῆς ἑστίας, τίθεται ἀκολούθως ἄνωθεν τοῦ πρὸς ἕψησιν ἄρτου ἢ τοῦ μαγειρικοῦ σκεύους τοῦ περιέχοντος ἄρτον ἢ ἄλλο ἔδεσμα, εἰς τρόπον ὥστε νὰ καλύπτῃ τοῦτο καλῶς, καὶ ἐπικαλύπτεται ἐν τέλει διὰ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἀφῃρέθη προηγουμένως ἐκ τῆς ἑστίας διὰ νὰ ἀποτεθῆ ἐπ’ αὐτῆς ὁ ἄρτος ἢ τὸ μαγειρικὸν σκεῦος) πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) : Κάψε τὴ γάστρα νὰ ψήσουμε τὴν κουλλούρα Ἢπ. (Δερβιτσ.) Ἒψησα λιγούλι ψωμὶ ᾿ς τὴ γάστρα καὶ τούς ἔδωκα καὶ φάγανε Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Μὶ τ’ γάστρα ψένουμε τ᾿ bίττα Ἢπ. (Κόνιτσ.) Δὲ μ’ δί’ς τ’ γάστρα σ᾽ νὰ ψήσου ᾽νιˬὰ τυρόπ’ττα; Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ) Συνών. γαστρὶ 2, γάστρος 1,μπογάνα, σάτσι, τσερέπα. 2) Εἶδος ἀβαθοῦς καὶ πεπλατυσμένης πηλίνης χύτρας ἢ καὶ ἁπλῆ πλὰξ πηλίνη ἤ λιθίνη, ἐντὸς ἤ ἐπὶ τῶν ὁποίων ψήνεται προχείρως ἄρτος, πίττα, κλπ. Κύθν. Κύπρ.: Παροιμ. Ἡ πίττα ταὶ ἡ γάστρα κάνουν τό σπίτι σπάστρα (διὰ τὴν ἐντεῦθεν προκαλουμένην σπατάλην) Κύπρ. Συνών. πλακίν. 3) Τὸ μέρος τῆς ἑστίας, ἐφ’ οὗ ἀνάπτεται ἡ πυρὰ Θράκ. (Κωστ. κ.ἀ.) Πβ. γωνιˬά. 4) Μετάλλινον γαστροειδὲς πύραυνονἬπ. (’Ιωάνν.) Συνών. μαγκάλι 5) Τὸ ἀλώβητον κατώτερον μέρος θραυσθέντος κοιλιοσχήμου πηλίνου ἀγγείου, χρησιμοποιούμενον διὰ τὴν ἐντὸς αὐτοῦ κατάσβεσιν ἀσβέστου ἢ ἄλλην ἀνάλογον χρῆσιν Νάξ. (’Απύρανθ. Τσικαλαρ.): Νὰ ’είρετε νερὸ μέσ’ ’ς τὴ 'ιˬάστρα dοῦ γαλαχτισμάτου Ἀπύρανθ. Βάνει τὸ νερὸ μέσα ’ς τὴ γάστρα καὶ κάνει τὸν πηλὸ Τσικαλαρ. Συνών. γαστρὶ 1β. 6) Πήλινον ἀγγεῖον μὲ μικρὰν βάσιν, ἀλλὰ πεπλατυσμένον καὶ κοιλιόσχημον πρὸς τὰ ἄνω (ἢ καὶ τὸ πρὸς τὴν βάσιν τμῆμα θραυσθέντος ὁμοιοσχήμου οἰκιακοῦ ἀγγείου), ὅπερ πληρούμενον χώματος χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν κατ’ οἶκον καλλιέργειαν ἀνθέων, τὸ συνηθέστερον καλούμενον γλάστρα, ὃ ἰδ. ᾿Απουλ (Καλημ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ. ) Ζάκ. Θήρ. ’Ιθάκ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλυμν. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Ἱεράπ. Πεδιάδ. Σέλιν Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ Κύπρ. Κῶς Λευκ Μεγίστ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν.(Λάστ. Πιάν κ.ἀ.) Ρόδ. Σίφν. Τῆλ. Φολέγ.: Ἔχω μιˬὰ γάστρα μὲ βασιλικὸ ᾿Ιθάκ. Πότισ’ τ’ γάστρα Λευκ. || Παροιμ. Χατίριν dοῦ βασιλικοῦ πίν-νει ἡ γάστρα τὸ ν-νερὸ (ἐπὶ τῶν κατ’ ἀνάγκην εὐεργετουμένων πρόν χάριν ἄλλου) Κάλυμν || Ἄσμ. ᾿Απόψε τὰ μεσάνυχτα ποὺ βασιλεύαν τ’ ἄστρα,μοῦ κλέψαν τὸ βασιλικὸ μὲ τὴ γυˬαλένιˬα γάστρα Πελοπν. (Πιάν.) Βασιλικὸν ἐφύτεψα σὲ μιὰ γυˬαλένιˬα γάστρα κ’ ἐγύρισε κ’ ἐσκέπασε τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα Κρήτ. (Σητ.) Καράβι. καραβάκι, ποὺ πᾷς γιˬαλὸ-γιˬαλό, σὰ φουdωμένη γάστρα μὲ τὸ βασιλικὸ Λευκ.Τσῆ νύφη μας ἡ κεφαλὴ γάστρα ’ναι μὲ τσὶ βιˬόλες• κι ἀπ’ ὅσες εἴμαστε ’παδέ, καλύτερ’ εἶν᾽ ἀπ’ ὅλες Κρήτ. (Πεδιάδ.)Ἄ bῶ καὶ γιˬὰ τὴ gεφαλή, μιˬὰ γιˬάστρα μὲ τσὶ βιˬόλες•’ς τὴ ’ειτονιˬὰ ποὺ κάθεται τσὶ δαιμονίζει ὅλες Νάξ. (᾿Απύρανθ.)’Σ τὴ bόρτα τσῆ Παράδεισος εἶναι μιˬὰ γάστρα βιˬόλες, νὰ κόβγῃς κάθα Κυριˬακή, κ’ ἐτσὰ τσὶ κόβγουν ὅλες (ἐκ μοιρολ.) Κρήτ. (Ἱεράπ. κ.ἀ.) Συνών. γαστρὶ 1γ. 7) Ἡ κυψέλη τῶν μελισσῶν ’Ικαρ. Συνών. γαστρὶ 1ε. 8) Μεταφ., εἶδος μανδηλίου φέροντος κέντημα, ὅπερ παριστᾷ ἀνθοφόρον ἀγγεῖον Τῆλ. β) Παλαιὸν ᾽Ενετικὸν νόμισμα ἀξίας δύο σολδίων Ζάκ.: Παροιμ. Εὕρηκε τὴ γάστρα τσῆ κουλλούρας (δηλ. τὸ νόμισμα τῆς βασιλόπιττας• ἐπὶ τοῦ εὑρόντος ἰσχυρὸν προστάτην. Διὰ τὴν μεταφορὰν τῆς σημασίας, βλ. Ν. Πολίτ., Παροιμ. 2, 276). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Σαρακ.) Προπ. (᾽Αρτάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA