γαστρένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστρένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαστρένιˬος ἐπίθ. Κρήτ. Κύθν. Σέριφ. -Λεξ. Βάιγ. ’ιˬαστρένιˬος Νάξ. (᾿Απύρανθ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ’ιˬαστρένος Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γάστρενιˬος Θήρ. (Οἴα)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γαστρένιος. Διὰ τὸν τύπ. ’ιˬαστρένος, βλ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 118. Ὁ ἀναβιβασμός τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γάστρενιˬος κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ γάστρινος, ὃ ἰδ.
Σημασιολογία
Κεράμιος, πήλινος ἔνθ’ ἀν.: Σκουτέλλιˬα γαστρένιˬα Κύθν. ᾽Εδὰ ’λία χρόνιˬα εἴχανε γαστρένιˬα κιˬούgιˬα Σέριφ. Τὸ ’ιˬαστρένιˬο τσικάλι νὰ σοῦ φέρω ἢ τὸ ἀλουμινένιˬο; Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Συνών. γάστρινος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA