γαστρίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστρίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαστρίτης ὁ ἀμάρτ. γαστρίτ’ς Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) ’αστρίτης Κύθηρ.-Λεξ. Δημητρ. ἐν λ. γαστέρα.
Ετυμολογία
Κατά μετασχηματισμὸν ἐκ τοῦ συνων. λογ. ἰατρικοῦ ὅρου γαστρῖτις, ἡ.
Σημασιολογία
1) Ἐπί ἀνθρώπων ἡ γαστραλγία αἱ γαστρεντερικαὶ ἐνοχλήσεις Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.)-Λεξ. Δημητρ. ἔνθ’ ἀν.:Ἔχου γαστρίτ’κι δέ gά’ νά φάου τίπουτα. Ἀχυρ. Μοῦ ’πι οὑ γιˬατρός πώς ἔχου γαστρίτ’ αὐτόθ. Συνών. γαστέρα 2.β) Ἡ γαστραλγία ἵππων ἡμιόνων καί βοῶν Κύθηρ. Συνών. στρόφος Πβ. καί Ν. Πολίτ., Λαογρ. 1 (1909), 389.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA