ἀραπόσυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραπόσυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραπόσυκο τό, Κρήτ. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. ἀραπόσουκο Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. Ἀράπης καὶ σῦκο.
Σημασιολογία
Ὁ καρπὸς τῆς ἀραποσυκεᾶς. Συνών. ἀραπέλλι 2, Ἀράπικο (ἰδ. Ἀράπικος Β 2 β), μπαρbαρόσυκο, μωρόσυκο, παπουτσόσυκο, φραγκόσυκο. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA