βοιˬδόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδόψαρο τό, ἀμάρτ. βοδόψαρο Λεξ. Δεὲκ Λάουνδ. Μπριγκ. Βλαστ. 431.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ ψάρι.

Σημασιολογία

Ἰχθὺς τοῦ γένους σελαχίου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/