ἀραπόχειλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραπόχειλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραπόχειλο τό, Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. Ἀράπης καὶ χείλη.

Σημασιολογία

Χεῖλος χονδρὸν ὡς τὸ τοῦ Ἄραβος: Φρ. Κρέμασ’ τ᾽ ἀραπόχειλά του (θύμωσε, κρέμασε τὰ μοῦτρα του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/