βολὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βολὰ ἡ, σύνηθ. καὶ Τσακων. βουλὰ βόρ. ἰδιώμ. βοουὰ Νάξ. (Σκαδ.) ’ολὰ Κάρπ. Μεγίστ. Πόντ. (Ἰνέπ.) ᾿ουλὰ Μακεδ. (Κοζ.) βοὰ Τσακων. φολὰ Σύμ φουλὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) φόλα Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) βολέα Αἴγιν. Κάρπ. Κύθηρ. Κύμ. Μέγαρ. Χίος ἀβολέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) βολιˬὰ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μακεδ. (Γκιουβ.) Χίος βουλιˬὰ Μακεδ. (Βλάστ. Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βολὴ=τὸ ρίψιμον ἢ τὸ κτύπημα βλήματος πολεμικοῦ καὶ τὸ ὡς βέλος βαλλόμενον. Ἡ μεταβολὴ τῆς καταλ. κατὰ τὸ συνών. φορά. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,17 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 32. Τὸ φολὰ ὁμοίως κατὰ τὸ φορά, τὸ δὲ βολέα κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -έα. Ἡ σημ. τῆς λέξεως βολὴ=φορά, περίστασις μεσν. πβ. Παπαδοπ.-Κεραμ. Varia Graeca Sacra 48 «ἐπὶ τρεῖς καθόδους τοῦτο ποιήσας καὶ εἰς τὴν τρίτην βολὴν ἔφη μοι».

Σημασιολογία

1) Τὸ ἅπαξ βαλλόμενον, ἡ δόσις, ἐπὶ ποτῶν Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) κ.ἀ.: Πίνω τὴ βολά μου Κονίστρ. Μιˬὰ βολὰ κρασὶ Δημητσάν. β) Τὸ μέρος ὅπου τρόπον τινὰ βάλλεται, ἐγκαθίσταταί τι Κρήτ.: Ἐπῆγε τὸ βούι’ς τὴ βολά του (εἰς τὸν στάβλον του). 2) Ἐποχή, περίστασις, φορὰ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. : Μιˬὰ βολὰ κ’ ἕναν καιρό. Μιˬὰ-δυˬὸ-τρεῖς βολὲς τὴν ἡμέρα-τὴ βδομάδα-τὸ μῆνα κττ. σύνηθ. Μιˬὰ βοουὰ κόdευενε νὰ λιοθυμήσῃ Σκαδ. || Φρ. Βολά σου καὶ βολά μου (μὲ τὴν σειράν σου καὶ μὲ τὴν σειράν μου, πότε ἐσύ, πότε ἐγώ). Βολὲς βολὲς (ἄλλοτε μέν, ἄλλοτε δέ, οἷον: βολὲς βολὲς εἶμαι καλὰ καὶ βολὲς βολὲς ὑποφέρω). Μιˬὰ βολὰ ποῦ (ἀφοῦ, ἐπειδή, οἷον: μιˬὰ βολὰ ποὺ τὸ θέλεις, θὰ γίνῃ, μιˬὰ βολὰ ποῦ ἦρθες, μεῖνε μαζί μας κττ.) Κἀμμιˬὰ βολὰ (ἐνίοτε, κάπου κάπου, οἷον: κἀμμιˬὰ βολὰ μαλώνομε, κἀμμιˬὰ βολὰ τόν βλέπομε νὰ ἔρχεται). Κἀμμιὰ βολὰ (αἴφνης, οἷον: κἀμμιὰ βολὰ γυρίζει καὶ μοῦ λέει) σύνηθ. Βουλιˬὲς βουλιˬὲς (ἐνίοτε) Βλάστ. Ἀπὸ βολᾶς (εἰς ἄλλην περίστασιν) Ἄνδρ. Κατὰ ὥρα καὶ κατὰ βουλὰ (εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον) Εὔβ. (Στρόπον.) || Γνωμ. Τοῦ παιδιˬοῦ μου τὸ παιδὶ δυˬὸ βολὲς παιδί μου Μεγίστ. || ᾌσμ. Πέρνα τὴ νύχτα τρεῖς βουλιˬὲς κὶ τὴν ἡμέρα πέντι κιˬ οὑdὰς πιρνᾷς μὲ τοὶς που’νοί, κάμι του πῶς δὲν ξέρεις Χαλκιδ. Μιˬὰ φόλα ἐγεννήθηκα, μιˬὰ φόλα θὰ ᾿ποθάνω Κρήτ. Βολὲς μὲ κάνεις καὶ γελῶ, βολὲς βολὲς καὶ κλαίω Πελοπν. (Δημητσάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/