βολάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βολάδι τό, Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βολάδα.

Σημασιολογία

Λίθος μέγας, βράχος. Συνών. βολάδα 3. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ὀλάδιˬα τοπων. Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/